τεκών

τεκών
τεκών, [tense] aor. part. of τίκτω.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τεκών — τίκτω bring into the world aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ARCESIUS — Iovis sil. pater Laertis. Ulysles apud Ovid. Met. l. 13. v. 144. Nam mihi Laertes pater est, Arcesius illi, Iuppiter huic. Α᾿ρκείσιος Homero Od. π v. 118. ubi sic Telemachus, Ω῟ δὲ γὰρ ἡμετέρην γενεην` μούνωσε Κρονίων, Μοῦνον Λαέρτην Α᾿ρκείσιος… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… …   Dictionary of Greek

  • τίκτω — ΝΜΑ (λόγιος τ.) 1. (για γυναίκες και θηλυκά ζώα) γεννώ (α. «ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει», Απολυτίκιο Χριστουγέννων β. «ὅν τίκτε Διὶ φίλος ἱππότα Φυλεύς», Ομ. Ιλ. γ. «Στάσις καὶ Κρόνος... τίκτετον τύραννον», Κρατίν.) 2. (για πτηνά)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”